βυθοκόρηση

βυθοκόρηση
η [βυθυκορώ]
καθαρισμός του βυθού ή εκβάθυνση θάλασσας ή ποταμού με βυθοκόρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βυθοκόρηση — η ο καθαρισμός ή η εκβάθυνση του βυθού της θάλασσας ή του ποταμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”